Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πανακίτης — πανακίτης, ὁ (Α) οίνος παρασκευασμένος από το φυτό πάνακες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανακής + επίθημα ίτης] … Dictionary of Greek
πανακίτης — πανακί̱της , πανακίτης prepared with masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)